Οχιά της Μήλου Macrovipera schweizeri
Φωτ. Μ. Δημάκη
Αυτή η οχιά δεν απαντάται πουθενά αλλού στον κόσμο εκτός από τη Μήλο, την
Κίμωλο, τη Σίφνο και τη Πολύαιγο. Από το 1994 ξεκίνησε η μελέτη της οικολογίας
του είδους από το Μουσείο μας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Göteborg.
Μελετήθηκε η οικολογία της Οχιάς της Μήλου και πραγματοποιήθηκαν δράσεις για
τη προστασία της, με σημαντικότερη τη δημιουργία ειδικών περασμάτων στους
δρόμους για να αποφεύγεται η θανάτωσή της από τα αυτοκίνητα. Ανήκει στα
Κινδυνεύοντα είδη.
Αγιόφιδο Telescopus fallax
Φωτ. Μ. Δημάκη
Κυρίως νυκτόβιο φίδι. Ανήκει στα οπισθόγλυφα, δηλαδή στα φίδια που φέρουν δηλητήριο στα πίσω δόντια τους. Δεν αποτελεί κίνδυνο για τον άνθρωπο, γιατί το δηλητήριό του δεν είναι ιδιαίτερα δραστικό, επίσης αυτό εκκρίνεται στο βάθος της στοματικής κοιλότητας και επομένως δρα κατά την κατάποση της λείας. Δύο καινούριες αναφορές του είδους στη χώρα μας έγιναν από τους επιστήμονες του Μουσείου μας, το Αγιόφιδο αναφέρθηκε πρώτη φορά από τη Χίο το 2016 και τη Λέσβο το 2003.
Γραμμωτή Νεροχελώνα Mauremys rivulata
Φωτ. Μ. Δημάκη
Το 2003 πραγματοποιήθηκε καταγραφή της ερπετοπανίδας της Λέσβου και μελέτη του πληθυσμού της Γραμμωτής Νεροχελώνας σε συνεργασία με το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Κοινό είδος νεροχελώνας στη χώρα μας αν και αντιμετωπίζει ισχυρό ανταγωνισμό με το εισβλητικό, ξενικό είδος Αμερικανικής νεροχελώνας που εγκαταλείπεται και επιβιώνει στους υγροτόπους της χώρας μας.
Δενδροβάτραχος Hyla arborea
Foto: C. Costa
Αμφίβιο που αναρριχάται πολύ επιδέξια. Απαντάται σε υγροτόπους όπου δραστηριοποιείται κυρίως τη νύχτα. Η πρώτη αναφορά του είδους από τη Σάμο έγινε από τους επιστήμονες του Μουσείου μας, το 1997. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, το είδος της Σάμου ανήκει σε διαφορετικό είδος, τον Ανατολικό Δενδροβάτραχο H. orientalis.
Κιρκινέζι Falco naumanni
Φωτ. Μ. Δημάκη
Μελετήθηκε η μεταναστευτική συμπεριφορά και η αναπαραγωγή του Κιρκινεζιού με τη μέθοδο της δακτυλίωσης των νεοσσών. Το Κιρκινέζι είναι ένα μικρόσωμο γεράκι και ανήκει στα Τρωτά είδη. Ζει κοντά στον άνθρωπο, χρησιμοποιεί τις υποδομές του για να φωλιάσει και αναζητά τη λεία του στα γειτονικά χωράφια. Είναι κοινωνικό είδος, αναπαράγεται, κουρνιάζει και μεταναστεύει κατά ομάδες. Τρέφεται με έντομα και ζει μέχρι 9 χρόνια. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με αναθέτουσα αρχή τη Μονάδα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Υγροτόπων Κοτυχίου – Στροφυλιάς και Προστατευόμενων Περιοχών Δυτικής Πελοποννήσου, και υλοποίηση από την Ecostudies PC.
Κοινή Οχιά Vipera ammodytes
Φωτ. Μ. Δημάκη
Το πιο συνηθισμένο είδος οχιάς της χώρας μας. Οι επιστήμονες του Μουσείου μας έχουν πραγματοποιήσει μελέτη της Κοινής Οχιάς, κυρίως στους πληθυσμούς των Κυκλάδων. Βρέθηκε πως αυτοί εμφανίζουν αρκετές διαφορές σε σχέση με τους πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Παρεξηγημένο ζώο, το οποίο φέρει ισχυρό δηλητήριο αλλά δαγκώνει μόνο εάν αισθάνεται απειλή.
Κρασπεδοχελώνα Testudo marginata
Φωτ. Κατσούλας
Μεγαλόσωμη χελώνα που μπορεί να έχει βάρος μέχρι και 6 κιλά. Η οικολογία του είδους μελετήθηκε από τους επιστήμονες του Μουσείου μας σε συνεργασία με την Ecostudies PC. Τοποθετήσαμε πομπούς σε οκτώ Κρασπεδοχελώνες με σκοπό την τηλεπαρακολούθηση αυτών στον νότιο Υμηττό. Διαπιστώσαμε πως η μεγαλύτερη δραστηριότητα των χελωνών παρατηρείται τον Σεπτέμβριο και η μικρότερη σε περιόδους ακραίων θερμοκρασιών (Αύγουστο και Ιανουάριο). Οι Κρασπεδοχελώνες χρησιμοποιούν για καταφύγια κυρίως θάμνους και φρύγανα. Όσον αφορά στη θνησιμότητα αυτών, βρήκαμε πως οι πυρκαγιές και η θανάτωση στο οδικό δίκτυο είναι δύο σημαντικοί παράγοντες πίεσης για τον πληθυσμό τους.
Συκοφάγος Oriolus oriolus
Ο Συκοφάγος είναι μεταναστευτικό πουλί που φωλιάζει στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Το είδος μελετήθηκε από τους επιστήμονες του Μουσείου μας με τη μέθοδο της δακτυλίωσης σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Δακτυλίωσης Πουλιών και την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. Βρήκαμε πως την άνοιξη, το είδος περνά από την χώρα μας, από τα μέσα Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου και το φθινόπωρο, από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Το βάρος και η απόθεση λίπους του είδους βρέθηκε να είναι πολύ μικρότερα την άνοιξη από ότι το φθινόπωρο, κάτι αναμενόμενο καθώς την άνοιξη τα πουλιά φτάνουν στην Ελλάδα από την Αφρική, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι πάνω από την έρημο Σαχάρα και τη Μεσόγειο θάλασσα, οπότε και έχουν καταναλώσει το αποθηκευμένο λίπος τους.
Τρυγόνι Streptopelia turtur
Φωτ. Μ. Δημάκη
Πραγματοποιήθηκε μελέτη της μετανάστευσης του Τρυγονιού από τους επιστήμονες του Μουσείου μας με τη μέθοδο της δακτυλίωσης, σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Δακτυλίωσης Πουλιών και την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. Βρέθηκε πως το είδος περνάει από τη χώρα μας από τις αρχές Απριλίου μέχρι τέλη Μαΐου την άνοιξη και αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου το φθινόπωρο.
Τα Τρυγόνια αναπαράγονται στη Β. Αφρική και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και ανατολικά μέχρι την κεντρική Ασία. Σχεδόν έντεκα εκατομμύρια τρυγόνια μεταναστεύουν κάθε χρόνο μεταξύ των τόπων αναπαραγωγής τους και των τόπων διαχείμασής τους, στην υποσαχάρια Αφρική.
Κοινός Χαμαιλέοντας Chamaeleo
φωτ. Μ. Δημάκη
Το ένα από τα δύο είδη χαμαιλέοντα που απαντώνται στη χώρα μας. Ο Κοινός Χαμαιλέοντας, στην Ελλάδα, ζει μόνο στη Σάμο. Ανήκει στα Κινδυνεύοντα είδη. Οι επιστήμονες του Μουσείου μας έχουν μελετήσει την τροφική οικολογία, την αναπαραγωγή, την πληθυσμιακή πυκνότητα και τον ζωτικό χώρο του είδους. Η συγκεκριμένη έρευνα ξεκίνησε το 1997 μαζί με την καταγραφή της ερπετοπανίδας της Σάμου.
Κοχύλια από τις ελληνικές θάλασσες
Οι επιστήμονες του Μουσείου μας ερευνούν και καταγράφουν τον μαλακολογικό
πλούτο των ελληνικών θαλασσών. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πολυετούς
έρευνας είναι και η έκδοση του βιβλίου «ΚΟΧΥΛΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
ΘΑΛΑΣΣΕΣ» στην οποία περιγράφονται 360 είδη (δίθυρα, γαστερόποδα,
σκαφόποδα, κεφαλόποδα, πολυπλακοφόρα) και παρουσιάζεται εκτενής κατάλογος
1.160 ειδών των θαλασσών μας. Ο αναγνώστης μπορεί να ενημερωθεί για τη
μορφολογία, φυσιολογία, ανατομία και τη θέση των οργανισμών αυτών στο θαλάσσιο
οικοσύστημα.
Σημαντικές είναι και οι έρευνες που έχουν γίνει για τα ξενικά είδη μαλακίων στις
ελληνικές θάλασσες. Η υδροβιολόγος του Μουσείου Δρ. Εύη Βαρδαλά – Θεοδώρου
συνεργάστηκε επί σειρά ετών με επιστήμονες από άλλους φορείς και δημοσίευσαν σε
διεθνή περιοδικά και συνέδρια τα αποτελέσματα της έρευνάς τους.
Απολιθωμένα ασπόνδυλα του Καινοζωικού της Ελλάδας
Οι παλαιοντολογικές έρευνες των επιστημόνων του Μουσείου μας, επικεντρώνονται στους θαλάσσιους ασπόνδυλους οργανισμούς του Καινοζωικού της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ασχολούνται με θέματα που αφορούν:
- στην καταγραφή απολιθωμένων πανίδων μαλακίων (δίθυρα, γαστερόποδα, πολυπλακοφόρα) της Ελλάδας και των παλαιοπεριβαλλοντικών συνθηκών που εξάγονται από αυτές,
- στην καταγραφή νέων ειδών,
- στις κλιματικές αλλαγές του πρόσφατου παρελθόντος όπως αυτές αποτυπώνονται στα κελύφη μονοκύτταρων θαλάσσιων οργανισμών,
- στην ανάδειξη σημαντικών συλλογών που έχει στην κατοχή του το Μουσείο και
- στις τεχνικές χρονολόγησης που βασίζονται σε κελύφη θαλάσσιων μαλακίων.
Τα παραπάνω γίνονται σε συνεργασία με άλλους επιστημονικούς φορείς (ΕΚΠΑ, Δημόκριτος, ΕΑΓΜΕ, ΕΛΚΕΘΕ, ΠΑΔΑ) και τα αποτελέσματα δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά και διεθνή συνέδρια.
Newsletter
Συμπληρώνοντας το email σας συμφωνείτε να λαμβάνετε ενημερώσεις από την ιστοσελίδας μας.
Διαβάστε την Πολιτική Απορρήτου.